- κάπυρις
- κάπυρις, ιδος, ἡ, ein persisches Gewand mit Ärmeln
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κάπυρις — κάπυρις, ύριδος, ἡ (Α) περσικός χιτώνας με μανίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Δεν έχει αποδειχθεί αν ο τ. κάπυρις συνδέεται με το καπυρός ή αν πρόκειται για δάνεια λ.] … Dictionary of Greek